- τελμάτων
- τέλμαstanding waterneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek
ακροκέφαλος — (acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και… … Dictionary of Greek
βίγλα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Κορυφή (711 μ.) της οροσειράς της Σητείας στην Κρήτη που βρίσκεται στον νομό Λασιθίου. 2. Βουνό (616 μ.) στο νησί της Σύμης στα Δωδεκάνησα. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 405 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται… … Dictionary of Greek
λιμναία — (Limnaea). Γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των λιμναιιδών, της υφομοταξίας των πνευμονοφόρων. Το όστρακό τους, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από γκρίζο έως καστανό, έχει μήκος 4 6 εκ., κωνικό σχήμα και παρουσιάζει 5 7 σπείρες. Ο πόδας … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
μελισσεύς — μελισσεύς, έως, ὁ (Α) μελισσοκόμος, μελισσουργός («διόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek
πλουβιανός — (pluvianus aegyptius). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Γλαρεολιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων, γνωστό με το κοινό όνομα φύλακας του κροκόδειλου. Έχει συνολικό μήκος είκοσι περίπου εκ. και πτέρωμα με άσπρες, μαύρες, καφέ και σταχτιές… … Dictionary of Greek
τούνδρα — Περιοχή ιδιαίτερης εδαφικής μορφολογίας των βόρειων ακτών της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, καθώς επίσης και εκτάσεις μεταξύ των παγετώνων και των πολικών εδαφών. Η τ. είναι γενικά περιοχή στην οποία επικρατούν τα βρύα, τα σφάγνα και οι… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek